- χνουδωτός
- -ή, -ό, Νκαλυμμένος από χνούδι (α. «σαν πεταλούδες χνουδωτές», Γρυπ.β. «χνουδωτό ύφασμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. -ωτός*(Ι) (πρβλ. γραμμ-ωτός, οδοντ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χνουδωτός — ή, ό χνουδάτος, αυτός που έχει στην επιφάνειά του χνούδι: Το πρόσωπό της είναι χνουδωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώμαλλος — ἐξώμαλλος, ον (Α) (για ενδύματα) χνουδωτός στην εξωτερική επιφάνεια … Dictionary of Greek
ιουλοφόρος — ο (Α ἰουλοφόρος, ον) αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο… … Dictionary of Greek
λανάτος — λανᾱτος, ὁ, και λανᾱτον, τὸ (Μ) μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lanatus, a, um «μάλλινος, χνουδωτός» < λατ. lana, ae «μαλλί, έριον»] … Dictionary of Greek
λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός … Dictionary of Greek
λαχνούμαι — λαχνοῡμαι, όομαι (Α) [λάχνη] γίνομαι χνουδωτός, πιάνω χνούδι … Dictionary of Greek
λαχνώδης — λαχνώδης, ώδες (Α) [λάχνη] χνουδωτός … Dictionary of Greek
παππώδης — ῶδες, Α [πάππος] με πάππο, χνουδωτός, μαλλωτός … Dictionary of Greek
πολύχνους — ουν, ΝΑ, και πολύχνοος, η, ο, Ν, και πολύχνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ χνούδι, πολύ χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυους (< χνόος/ χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πρωτό χνους] … Dictionary of Greek
υπόχνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπόχνοος, ον, Α λίγο χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χνους (< χνοῦς/ χνόος «χνούδι»), πρβλ. ἀρτί χνους] … Dictionary of Greek